προικοδοτούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προικοδοτούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος προικοδοτώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προικοδοτούμαι | προικοδοτούμουν | θα προικοδοτούμαι | να προικοδοτούμαι | ||
β' ενικ. | προικοδοτείσαι | προικοδοτούσουν | θα προικοδοτείσαι | να προικοδοτείσαι | ||
γ' ενικ. | προικοδοτείται | προικοδοτούνταν | θα προικοδοτείται | να προικοδοτείται | ||
α' πληθ. | προικοδοτούμαστε | προικοδοτούμασταν προικοδοτούμαστε |
θα προικοδοτούμαστε | να προικοδοτούμαστε | ||
β' πληθ. | προικοδοτείστε | προικοδοτούσασταν προικοδοτούσαστε |
θα προικοδοτείστε | να προικοδοτείστε | προικοδοτείστε | |
γ' πληθ. | προικοδοτούνται | προικοδοτούνταν | θα προικοδοτούνται | να προικοδοτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προικοδοτήθηκα | θα προικοδοτηθώ | να προικοδοτηθώ | προικοδοτηθεί | ||
β' ενικ. | προικοδοτήθηκες | θα προικοδοτηθείς | να προικοδοτηθείς | προικοδοτήσου | ||
γ' ενικ. | προικοδοτήθηκε | θα προικοδοτηθεί | να προικοδοτηθεί | |||
α' πληθ. | προικοδοτηθήκαμε | θα προικοδοτηθούμε | να προικοδοτηθούμε | |||
β' πληθ. | προικοδοτηθήκατε | θα προικοδοτηθείτε | να προικοδοτηθείτε | προικοδοτηθείτε | ||
γ' πληθ. | προικοδοτήθηκαν προικοδοτηθήκαν(ε) |
θα προικοδοτηθούν(ε) | να προικοδοτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προικοδοτηθεί | είχα προικοδοτηθεί | θα έχω προικοδοτηθεί | να έχω προικοδοτηθεί | προικοδοτημένος | |
β' ενικ. | έχεις προικοδοτηθεί | είχες προικοδοτηθεί | θα έχεις προικοδοτηθεί | να έχεις προικοδοτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προικοδοτηθεί | είχε προικοδοτηθεί | θα έχει προικοδοτηθεί | να έχει προικοδοτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προικοδοτηθεί | είχαμε προικοδοτηθεί | θα έχουμε προικοδοτηθεί | να έχουμε προικοδοτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προικοδοτηθεί | είχατε προικοδοτηθεί | θα έχετε προικοδοτηθεί | να έχετε προικοδοτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προικοδοτηθεί | είχαν προικοδοτηθεί | θα έχουν προικοδοτηθεί | να έχουν προικοδοτηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προικοδοτούμαι
|