προσαναλίσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προσαναλίσκω
- δαπανώ επιπλέον
- ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα...εἰ δὲ μή, καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες : εαν έφταναν τα δικά μας χρήματα... αλλιώς θα ξοδεύαμε επιπλέον και από τα χρήματα φίλων μας (Πλάτων, Πρωταγ. 311d)