προσβάλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προσβάλω

  1. (να, ας, αν, ίσως κ.λπ.) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσβάλλω
  2. θα προσβάλω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσβάλλω