προσβάλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]προσβάλω
- (να, ας, αν, ίσως κ.λπ.) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσβάλλω
- θα προσβάλω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσβάλλω