προσπαθήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προσπαθήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσπαθώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσπαθώ
  3. θα προσπαθήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσπαθώ