προστατεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]προστατεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προστατεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προστατεύω
- θα προστατεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προστατεύω