προστατεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προστατεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προστατεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προστατεύω
  3. θα προστατεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προστατεύω