Μετάβαση στο περιεχόμενο

πότσα

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πότσα < ιταλική boccia (μπουκάλα, καράφα)
διαφανής πότσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πότσα θηλυκό

(κυπριακά) η μπουκάλα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]