Μετάβαση στο περιεχόμενο

bottle

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bottle bottles

bottle (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας bottle
γ΄ ενικό ενεστώτα bottles
αόριστος bottled
παθητική μετοχή bottled
ενεργητική μετοχή bottling

bottle (en)

  • εμφιαλώνω, βάζω υγρό σε μπουκάλι
    παράδειγμα  It is bottled at the source with the latest technology under strict specifications.
    Εμφιαλώνεται στην πηγή με τις πιο σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους κάτω από αυστηρές προδιαγραφές.