μποτίλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μποτίλια | οι | μποτίλιες |
γενική | της | μποτίλιας | των | μποτιλιών |
αιτιατική | την | μποτίλια | τις | μποτίλιες |
κλητική | μποτίλια | μποτίλιες | ||
Γράφεται ως προπαροξύτονο αλλά προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μποτίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική bottiglia < γαλλική bouteille < λατινική butticula < buttis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeHw-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /boˈti.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπο‐τί‐λια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μποτίλια θηλυκό
- γυάλινο μπουκάλι, που μέσα του τοποθετούνται διάφορα υγρά
- ※ Μήτε τα κτήματά τους ξεύρει, μήτε το σπίτι του πονεί, μόνον κάθεται απ' το πρωί ως τα μεσάνυχτα με την μποτίλια του ρακιού μπροστά του, κάθεται σαν τόπακας μέσ' στο χαρέμι. (Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ-Σελήμ)
- μεταλλικό επίμηκες δοχείο, που μέσα του τοποθετούνται διάφορα αέρια υπό πίεση
- ※ Ανάμεσα στους τιμηθέντες ήταν και ο Ιταλός Ρέινολτ Μέσνερ ο οποίος έγινε ο πρώτος ορειβάτης που ανέβηκε επάνω χωρίς να χρησιμοποιήσει μποτίλια οξυγόνου καθώς και ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος κατέκτησε τις 14 υψηλότερες κορυφές του πλανήτη. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)