ρουτίλιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]

Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρουτίλιο ουδέτερο άκλιτο
- (ορυκτολογία) ορυκτό του τιτανίου και μετάλλευμα από το οποίο εξάγεται το τιτάνιο. Το όνομά του συνδέεται με το κοκκινωπό χρώμα που μπορεί να έχουν κρύσταλλοί του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ρουτίλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)