ρόλεϊ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρόλεϊ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρόλεϊ ουδέτερο άκλιτο
- (κομμωτική) το μπικουτί
- ※ Μια ξυπόλυτη γυναίκα με ρόλεϊ στο κεφάλι ξεμπούκαρε στο μπαλκόνι. (Γιάννης Ξανθούλης (1989) Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρόλεϊ
|
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κομμωτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)