σάιμποργκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάιμποργκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική cyborg < cyb(erneticus) + org(anismus)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάιμποργκ ουδέτερο άκλιτο

  • αυτοματοποιημένος τεχνητός οργανισμός ο οποίος έχει ενισχυμένες δυνατότητες του χρησιμοποιώντας τεχνολογικά μέσα. Παράδειγμα: ο Εξολοθρευτής (Terminator) από την ομώνυμη ταινία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]