σαγηνεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σαγηνεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σαγηνεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαγηνεύω
  3. θα σαγηνεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαγηνεύω