σακιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σακιάζω < σακί

Ρήμα[επεξεργασία]

σακιάζω

  • βάζω ένα προϊόν μέσα σε σακιά


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]