σαλαβάτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαλαβάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική salâvat < αραβική صلوات (ṣalawāt), πληθυντικός του صلٰوة (ṣalāt, προσευχή, σαλάτ, σαλάχ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαλαβάτι ουδέτερο
- (ισλαμισμός) προσευχή
- Ο Βεζίρης φθάνει εις την Λάρισσαν. την Λάρισσα αριβάρισε πριν το μεσημέρι, Το σαλαβάτι του έκαμε, που ευρέθη τόσ'ασκαίρι
- ομολογία μωαμεθανικής πίστεως
- Τήν πέμπτην το βράδυ , επήγαν - κ τον έπαρακινέσαν, μόνον το σαλαβάτι να είπή, και να τον απολύσεν και άλλοι το έταζαν άσπρα και πολά, άλοι τον εφοβέριζαν
- εισέρχεται εις την φυλακήν οικειός τις τού Τοπάρχου, και είπε τώ μάρτυρί «μωρέ, δεν δίδεις το σαλαβάτι τουτέστι την μαρτυρίαν της θρησκείας μας. Τώρα έχουν να σε χαλάσουν». Αλλ' ο μάρτυς ύψώσας την κεφαλήν..
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαλαβάτι
|