σεβαστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σεβαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σέβομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σέβομαι
- θα σεβαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σέβομαι