σημειώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σημειώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος σημειώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σημειώνομαι | σημειωνόμουν(α) | θα σημειώνομαι | να σημειώνομαι | ||
β' ενικ. | σημειώνεσαι | σημειωνόσουν(α) | θα σημειώνεσαι | να σημειώνεσαι | (σημειώνου) | |
γ' ενικ. | σημειώνεται | σημειωνόταν(ε) | θα σημειώνεται | να σημειώνεται | ||
α' πληθ. | σημειωνόμαστε | σημειωνόμαστε σημειωνόμασταν |
θα σημειωνόμαστε | να σημειωνόμαστε | ||
β' πληθ. | σημειώνεστε | σημειωνόσαστε σημειωνόσασταν |
θα σημειώνεστε | να σημειώνεστε | (σημειώνεστε) | |
γ' πληθ. | σημειώνονται | σημειώνονταν σημειωνόντουσαν |
θα σημειώνονται | να σημειώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σημειώθηκα | θα σημειωθώ | να σημειωθώ | σημειωθεί | ||
β' ενικ. | σημειώθηκες | θα σημειωθείς | να σημειωθείς | σημειώσου | ||
γ' ενικ. | σημειώθηκε | θα σημειωθεί | να σημειωθεί | |||
α' πληθ. | σημειωθήκαμε | θα σημειωθούμε | να σημειωθούμε | |||
β' πληθ. | σημειωθήκατε | θα σημειωθείτε | να σημειωθείτε | σημειωθείτε | ||
γ' πληθ. | σημειώθηκαν σημειωθήκαν(ε) |
θα σημειωθούν(ε) | να σημειωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σημειωθεί | είχα σημειωθεί | θα έχω σημειωθεί | να έχω σημειωθεί | σημειωμένος | |
β' ενικ. | έχεις σημειωθεί | είχες σημειωθεί | θα έχεις σημειωθεί | να έχεις σημειωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σημειωθεί | είχε σημειωθεί | θα έχει σημειωθεί | να έχει σημειωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σημειωθεί | είχαμε σημειωθεί | θα έχουμε σημειωθεί | να έχουμε σημειωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σημειωθεί | είχατε σημειωθεί | θα έχετε σημειωθεί | να έχετε σημειωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σημειωθεί | είχαν σημειωθεί | θα έχουν σημειωθεί | να έχουν σημειωθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σημειώνομαι
|