σιγήσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σιγήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιγώ
  2. θα σιγήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιγώ