σιγοβρέχει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σιγοβρέχει
- (απρόσωπο ρήμα) βρέχει χωρίς ιδιαίτερη ένταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιγοβρέχει
|