σιγουρέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σιγουρέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σιγουρεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιγουρεύω
- θα σιγουρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιγουρεύω