σιλδεναφίλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιλδεναφίλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιλδεναφίλη θηλυκό

  • φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας και της νευμονικής αρτηριακής υπέρτασης, το ενεργό συστατικό του Βιάγκρα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]