Μετάβαση στο περιεχόμενο

σινχάλα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σινχάλα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

 δείτε τη λέξη σιναλεζική