σκατουλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκατουλί < σκατό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκατουλί ουδέτερο άκλιτο
- (ανεπίσημο) το χρώμα που έχουν τα κόπρανα, περίπου καφετί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκατουλί
|