σκατουλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκατούλι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκατουλί < σκατό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκατουλί ουδέτερο άκλιτο

  • (ανεπίσημο) το χρώμα που έχουν τα κόπρανα, περίπου καφετί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]