σκληραγωγήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σκληραγωγήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκληραγωγώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκληραγωγώ
- θα σκληραγωγήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκληραγωγώ