σκυλλομύττης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυλλομύττης < από το σκύλλος + μύτη που γραφόταν και μούττη και μούτη < (ελληνιστική κοινή) μύτις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκυλλομύττης
- αυτός που είχε μεγάλη μύτη σαν το μουσούδι του σκύλου