σμόκιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμόκιν ουδέτερο άκλιτο
- επίσημο ανδρικό ένδυμα, μαύρο συνήθως σακάκι με σατέν πέτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμόκιν
|