σμόκιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

αστροναύτης με σμόκιν σε επέτειο της NASA

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμόκιν < αγγλική smoking

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σμόκιν ουδέτερο άκλιτο

  • επίσημο ανδρικό ένδυμα, μαύρο συνήθως σακάκι με σατέν πέτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]