smoking
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το κάπνισμα
- ⮡ Limit smoking as much as you can.
- Περιόρισε όσο μπορείς το κάπνισμα.
- ⮡ Limit smoking as much as you can.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]smoking (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- smoking (άμεσο δάνειο) αγγλική smoking
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]smoking (it)