κάπνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάπνισμα τα καπνίσματα
      γενική του καπνίσματος των καπνισμάτων
    αιτιατική το κάπνισμα τα καπνίσματα
     κλητική κάπνισμα καπνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάπνισμα < (καπνίζω) καπνισ- + -μα. Δείτε και την ελληνιστική κοινή κάπνισμα (θυμίαμα) < καπνίζω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈka.pni.zma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάπνισμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]