σνιφάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
σνιφάρω < αγγλικά: sniff + -άρω
Ρήμα[επεξεργασία]
- μυρίζω με ηχηρό τρόπο
- μυρίζω και ρουφώ μαζί υλικό (συνήθως σκόνη) από την μύτη· το λένε και (για) ναρκομανείς