σνιφάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

σνιφάρω < αγγλικά: sniff + -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. μυρίζω με ηχηρό τρόπο
  2. μυρίζω και ρουφώ μαζί υλικό (συνήθως σκόνη) από την μύτη· το λένε και (για) ναρκομανείς