σπρωχτείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σπρωχτείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπρώχνομαι
- θα σπρωχτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπρώχνομαι