σταθεροποιήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σταθεροποιήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταθεροποιώ
  2. θα σταθεροποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταθεροποιώ