σταλιά σταλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταλιά σταλιά : → δείτε τη λέξη σταλιά

Έκφραση[επεξεργασία]

σταλιά σταλιά

  • λέγεται για μια διαδικασία που εξελίσσεται με πολύ αργό ρυθμό, βαθμιαία.

Συνώνυμα[επεξεργασία]