σταχυολογήσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σταχυολογήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταχυολογώ
  2. θα σταχυολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταχυολογώ