Μετάβαση στο περιεχόμενο

σταχυολογώ

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: σταχυολογῶ

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταχυολογώ < ελληνιστική κοινή σταχυολογέω / σταχυολογῶ[1] [2] [3] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική glaner[1] [2])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sta.çi.o.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταχυολογώ

σταχυολογώ (παθητικό: σταχυολογούμαι)

  • επιλέγω από τα καλύτερα ή τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα
    παράδειγμα  Ο επιμελητής της ποιητικής ανθολογίας έχει σταχυολογήσει ορισμένα από τα γνωστότερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της νεοελληνικής ποίησης.
      Από τα βιβλία αυτά ο Κόνολι σταχυολόγησε ένα χρήσιμο γλωσσάρι απαρχαιωμένων όρων των οποίων έκανε ενσυνείδητη χρήση, παρόλο που – ή μάλλον ακριβώς επειδή – πρόκειται για σπάνιες λέξεις που δεν μπορεί κανείς να αλιεύσει στα σύγχρονα λεξικά (περιοδικό Διαβάζω, τεύχη 403-406, 2000, σελ. 48)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1 2 σταχυολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 σταχυολογώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. σταχυολογώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.