στάχυ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στάχυ | τα | στάχυα |
γενική | του | σταχυού | των | σταχυών |
αιτιατική | το | στάχυ | τα | στάχυα |
κλητική | στάχυ | στάχυα | ||
Κατά τη Γραμματική Γυμνασίου (Χατζησαββίδη) μετατρέπει στις άλλες πτώσεις το ύψιλον σε γιώτα (σταχιού, στάχια, σταχιών). Δείτε και στάχι. | ||||
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
στάχυ < όψιμη ελληνιστική κοινή στάχυον (ο πληθυντικός στάχυα στον Ησύχιο[1]) < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική στάχυς[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsta.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στά‐χυ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάχυ ουδέτερο
- (βοτανική) το επάνω μέρος του βλαστού των δημητριακών που περιέχει τα σπέρματα
- ο βλαστός και το στάχυ μαζί
- ↪ ήταν ένα χωράφι με στάχυα
- (βοτανική) η ταξιανθία στάχυς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στάχυ
[επεξεργασία]
- ↑ πέτα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- στάχυ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα σε -υ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)