Μετάβαση στο περιεχόμενο

σταχυάζω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταχυάζω < στάχυ + -άζω

σταχυάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990