ear
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ear
(en)
(
πληθυντικός
ears
)
(το)
αφτί
(
βοτανική
) (το)
στάχυ
των δημητριακών
(ανατομία φυτών, δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο είδος)
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Βοτανική (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
العربية
Asturianu
Aymar aru
Azərbaycanca
বাংলা
Brezhoneg
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Føroyskt
Français
Galego
हिन्दी
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ქართული
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Kernowek
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Македонски
മലയാളം
मराठी
Bahasa Melayu
မြန်မာဘာသာ
Dorerin Naoero
Nāhuatl
Nederlands
Norsk nynorsk
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
संस्कृतम्
Sängö
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Slovenčina
Slovenščina
Gagana Samoa
Soomaaliga
Shqip
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
ትግርኛ
Setswana
Türkçe
Українська
اردو
Vèneto
Tiếng Việt
Walon
中文
Bân-lâm-gú