στενέψουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στενέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στενεύω
  2. θα στενέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στενεύω