στεναχωρήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στεναχωρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεναχωρώ
  2. θα στεναχωρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεναχωρώ