στεναχωρεθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
στεναχωρεθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεναχωριέμαι
- θα στεναχωρεθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεναχωριέμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος στεναχωριέμαι