στοιχηματίσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
στοιχηματίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στοιχηματίζω
- θα στοιχηματίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στοιχηματίζω