στοχεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

στοχεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος στοχεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στοχεύω
  3. θα στοχεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στοχεύω