στρίπερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρίπερ < αγγλική stripper

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρίπερ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό στριπτιζέζ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]