στραμπουλιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]στραμπουλιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος στραμπουλώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραμπουλιέμαι | στραμπουλιόμουν(α) | θα στραμπουλιέμαι | να στραμπουλιέμαι | ||
β' ενικ. | στραμπουλιέσαι | στραμπουλιόσουν(α) | θα στραμπουλιέσαι | να στραμπουλιέσαι | ||
γ' ενικ. | στραμπουλιέται | στραμπουλιόταν(ε) | θα στραμπουλιέται | να στραμπουλιέται | ||
α' πληθ. | στραμπουλιόμαστε | στραμπουλιόμαστε στραμπουλιόμασταν |
θα στραμπουλιόμαστε | να στραμπουλιόμαστε | ||
β' πληθ. | στραμπουλιέστε | στραμπουλιόσαστε στραμπουλιόσασταν |
θα στραμπουλιέστε | να στραμπουλιέστε | στραμπουλιέστε | |
γ' πληθ. | στραμπουλιούνται | στραμπουλιόνταν(ε) στραμπουλιούνταν στραμπουλιόντουσαν |
θα στραμπουλιούνται | να στραμπουλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στραμπουλήθηκα | θα στραμπουληθώ | να στραμπουληθώ | στραμπουληθεί | ||
β' ενικ. | στραμπουλήθηκες | θα στραμπουληθείς | να στραμπουληθείς | στραμπουλήσου | ||
γ' ενικ. | στραμπουλήθηκε | θα στραμπουληθεί | να στραμπουληθεί | |||
α' πληθ. | στραμπουληθήκαμε | θα στραμπουληθούμε | να στραμπουληθούμε | |||
β' πληθ. | στραμπουληθήκατε | θα στραμπουληθείτε | να στραμπουληθείτε | στραμπουληθείτε | ||
γ' πληθ. | στραμπουλήθηκαν στραμπουληθήκαν(ε) |
θα στραμπουληθούν(ε) | να στραμπουληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στραμπουληθεί | είχα στραμπουληθεί | θα έχω στραμπουληθεί | να έχω στραμπουληθεί | στραμπουλημένος | |
β' ενικ. | έχεις στραμπουληθεί | είχες στραμπουληθεί | θα έχεις στραμπουληθεί | να έχεις στραμπουληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στραμπουληθεί | είχε στραμπουληθεί | θα έχει στραμπουληθεί | να έχει στραμπουληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στραμπουληθεί | είχαμε στραμπουληθεί | θα έχουμε στραμπουληθεί | να έχουμε στραμπουληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στραμπουληθεί | είχατε στραμπουληθεί | θα έχετε στραμπουληθεί | να έχετε στραμπουληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στραμπουληθεί | είχαν στραμπουληθεί | θα έχουν στραμπουληθεί | να έχουν στραμπουληθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στραμπουλιέμαι
|