στόπερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόπερ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόπερ αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]