συγκεφαλαιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκεφαλαιώνω , σύνθετη λέξη < συν- + κεφαλαιώνω < κεφαλή

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκεφαλαιώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]