συμμαζώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμμαζώνω < μεσαιωνική ελληνική συμμαζώνω < συν- + μαζώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

συμμαζώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]