συμμετέσχον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συμμετέσχον

  1. (λόγιο) α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος συμμετέχω
  2. (λόγιο) γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος συμμετέχω