συμμορφωθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συμμορφωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συμμορφώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμμορφώνομαι
  3. θα συμμορφωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμμορφώνομαι