συμπληρωματικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπληρωματικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπληρωματικῶς (το επίθετο, νεότερο[1][2]). Συγχρονικά αναλύεται σε συμπληρωματικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
συμπληρωματικώς
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συμπληρωματικός (νεώτ[ερο]) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ ως ελληνιστικό: συμπληρωμτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- συμπληρωματικός [μτγν.(έστερο)] (& συμπληρωματικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)