συνέχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνέχομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

συνέχομαι

  1. εξαρτώμαι, συνδέομαι, συμπλέκομαι από τη σχέση με κάτι άλλο ή άλλον
  2. κυριαρχούμαι από ένα συναίσθημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]